Ανέστησε το νεκρό παιδί
Κάποιο ανδρόγυνο από την Πελοπόννησο είχε παντρευτεί προ δέκα ετών και δεν είχαν αποκτήσει παιδί. Γι᾿ αυτό παρεκάλεσαν τον Άγιον να τους δώση παιδί, με την υπόσχεση να το βαφτίσουν στην Εκκλησία του, στη Ζάκυνθο. Τότε δε είδε στο όνειρό της η γυναίκα τον Άγιο, ο οποίος της είπε:
-Τι θέλεις από μένα; Ο Θεός άκουσε την προσευχή σου και αυτό που ποθείς θα σού δοθή γρήγορα.
Πράγματι, η γυναίκα απέκτησε ένα γυιό χαριτωμένον. Με αυτό οι γονείς έγιναν πολύ ευτυχισμένοι και όλοι οι συγγενείς τους εδόξασαν τον Θεόν και τον Άγιον Διονύσιον.
Έπειτα όμως από πέντε μήνες από τη γέννησι του παιδιού, ετοιμάσθησαν να πάνε στη Ζάκυνθο, για να κάνουν το τάμα τους. Αλλά δυστυχώς ο άνεμος ήταν αντίθετος και το πλοίον εμποδίστηκε να αναχωρήση. Εν τω μεταξύ όμως αρρώστησε βαρειά το παιδί τους. Αλλ᾿ αυτό δεν τους εσταμάτησε και ανεχώρησαν, μόλις σταμάτησε η κακοκαιρία. Αλλά δυστυχώς, όταν ήσαν λίγο μακρυά από τη Ζάκυνθο έως τρία μίλια, το αγαπημένο τους παιδί απέθανε. Μπορεί να φαντασθή κάθε ένας τα κλάματα και τα δάκρυα που έχυσαν οι δυστυχείς αυτοί γονείς. Ο δε αέρας αντηχούσε από τις πένθιμες φωνές τους.
Επί τέλους αγκυροβόλησε το πλοίο στο λιμάνι κατά το απόγευμα. Την επομένη δε ημέρα το πρωί, παρ᾿ όλον που ήσαν αποθαμένο το παιδί τους, θέλησαν να το προσφέρουν στον Άγιο οι αγαθοί και ατυχείς εκείνοι γονείς.
Επήγαν, λοιπόν, το αποθαμένο παιδί τους στην Εκκλησία του Αγίου, ακολουθούμενοι από πολλούς χριστιανούς. Απέθεσαν το πτώμα του κοντά στην Λάρνακα του Αγίου. Έκλαιγαν και έλεγαν:
-Άγιε Διονύσιε, εχάσαμε το παιδί μας από τις αμαρτίες μας. Αλλά το φέραμε, έστω και νεκρό σε σένα. Τότε ξαφνικά, ω του θαύματος! το παιδάκι άνοιξε τα μάτια του, έκλαιγε και ζητούσε τη μητέρα του! Μόλις είδαν το θαύμα όλοι, όσοι ήσαν εκεί, γονάτισαν και εφώναζαν το «Κύριε, ελέησον». Η λυπημένη μητέρα του, βλέποντας το παιδί της ξαναζωντανεμένο, ενώ επί δεκαοκτώ ώρες ήταν νεκρό, λιποθύμησε και έμεινε σαν νεκρή. Έπειτα, μόλις συνήλθε, το επήρε στην αγκαλιά της.
Κατόπιν το εβάπτισε και το ωνόμασε Διονύσιο. Έπειτα έφυγαν ευχαριστημένοι και χαρούμενοι οι ευλαβείς εκείνοι γονείς. Εδόξαζαν τον Θεόν και εκήρυτταν παντού αυτό το εκπληκτικό θαύμα. Ευγνωμονώντας δε ο Διονύσιος δεν έλειπε ποτέ στη γιορτή του Αγίου, όπου έφερνε σαν τάμα το κερί του και το λιβάνι του.
Βλέπει ο τυφλός τσαγκάρης
Ένας τσαγκάρης ονομαζόμενος Παναγιώτης Καλουντζόπουλος, από την Ζάκυνθο, έτρεφε την οικογένειά του με τον ιδρώτα του προσώπου του. Έμεινε δε εντελώς αόμματος. Η γυναίκα του όμως του είπε να παρακαλέση τον Άγιο, για να μπορέση να ξαναδή. Τότε, αυτός έβαλε στα χέρια του την Εικόνα του Αγίου και την φιλούσε με στεναγμούς από τα βάθη της καρδιάς του και του ζητούσε την βοήθειά του.
Την 14ην όμως του μηνός Δεκεμβρίου βλέπει στο όνειρό του τον Άγιον, σαν Δεσπότην, ντυμένο με τον επανωμανδύαν του. Ο Δεσπότης τον επλησίασε, τον έπιασε από το δεξί χέρι και του λέγει:
-«Κουράγιο παιδί μου. Να πιστεύης στο Θεό και σε τρεις μέρες θα έχεις το φως σου και θα γίνης καλά, αλλά να μη το φανερώσης αυτό σε κανένα, έως ότου γίνης εντελώς καλά». Μόλις του είπε αυτά έγινε άφαντος.
Όταν ξύπνησε ο τυφλός Παναγιώτης διηγήθηκε το όνειρο στην γυναίκα του, με την διαφοράν όμως να μη το πη σε κανένα. Εζήτησε κατόπιν την Εικόνα του Δεσπότου Αιγίνης Διονυσίου και την ασπάσθηκε με μεγάλο σεβασμό. Στον εσπερινό της εορτής του Αγίου, μόλις άκουσε τον πρώτον κανονιοβολισμόν, θυμήθηκε το όνειρο, που είδε. Γονάτισε πάνω στο στρώμα του με την βοήθειαν της γυναίκας του παρακαλούσε με δάκρυα τον Άγιον. Έγινε τότε το θαύμα και είδε ολίγον:
Την άλλην ημέραν το πρωί, την δεκάτην εβδόμην του μηνός Δεκεμβρίου, γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου και γίνεται η Λιτανεία του αγίου Λειψάνου στην πόλι της Ζακύνθου. Όταν περνούσε το Άγιον Λείψανον κάτω από το σπίτι του αρρώστου, σηκώθηκε αυτός από το κρεβάτι βοηθούμενος και από τη γυναίκα του. Τότε και οι δύο εγονάτισαν και έκαμαν θερμή προσευχή στον Άγιον. Και, ω! του παραδόξου θαύματος! Δεν είχε προχωρήσει ούτε τριάντα βήματα η Λιτανεία και ο τυφλός είδε πλέον καλά και εδόξαζε τον Θεόν και τον Άγιον Διονύσιον, που τον έκαμε καλά.
www.giortazo.gr